Τρίτη 9 Αυγούστου 2016

Σταγόνες

"Το μέρος μας έχει γίνει πολυσύχναστο" μου σχολίασε φτάνοντας στη μικρή πλατεία με το συντριβανάκι και γύρω τα παγκάκια.
Δυο έφηβες σε ένα.
Ένας άστεγος να έχει κάνει το παγκάκι σπίτι- κρεβάτι.
Ένας, περίεργος, σε άλλο να κάθεται μόνος.
Υπήρχε, όμως, στο τέταρτο, και για μας χώρος.
Καθίσαμε και συζητούσαμε εκεί.

Ο άστεγος είχε γυρίσει πλάτη, για να μην φαίνεται το πρόσωπό του, σκέφτηκα, ίσως.

Κάτω από το παγκάκι του κοιμόταν κι ένας σκύλος. Καθυστερημένα παρατήρησα πως ήταν δικός του, δεμένος, όχι αδέσποτος.

Ο περίεργος φαινόταν ως και τρελός. Κάπνιζε και παραμιλούσε. Ξεχώριζες πως έβριζε ενώ κοιτούσε κάποτε κάτω και κάποτε τριγύρω. Δεν ήξερες ποιόν έβριζε: εσένα που του χαλούσες την ησυχία, τον κάθε περαστικό ή κάποιον μακρινό, συγκεκριμένο ή αόριστο.

Όταν ξάπλωσε με μαξιλάρι το χέρι του και το σακίδιο του, καταλάβαμε πως κι αυτός ήταν άστεγος.

Είπα να μην μιλάμε δυνατά μήπως ενοχλούσαμε εμείς.

Η παρέα άλλαζε συνέχεια στο άλλο παγκάκι, η κάθε μια λίγο ή λιγότερο διακριτική.

Από το κοντινό μπαράκι ακουγόταν μουσική, ξένη, ρυθμική, αν και δυνατή, μάλλον όχι ενοχλητική.
Ο περίεργος με κλειστά τα μάτια φαίνεται να είχε ηρεμήσει στην έκφραση, και, αν κανείς ήθελε να παρατηρήσει, κουνούσε το πόδι του στο ρυθμό της.

Ο άλλος, στο πιο μακρινό μας παγκάκι, εν τω μεταξύ είχε γυρίσει, είχε απλωθεί με το ένα πόδι στο χερούλι και όχι μόνο φαινόταν το πρόσωπό του, νεαρό, αξύριστο, αλλά κι ένα χαμόγελο πάνω σε αυτό, αμυδρό αλλά, το πιστεύω, υπαρκτό. Τι να ονειρευόταν;

Αργότερα ξαναγύρισε πλευρό, χωρίς πλέον να νομίζω με σκοπό.

Οι περαστικοί πηγαίνοντας βραδινή βόλτα, κοντά μεσάνυχτα, τους κοίταζαν, αν δεν το αγνοούσαν ή μάλλον απέφευγαν, με λύπηση, ελαφριά, ή και φόβο, λίγο ή πολύ βαρύ. Τι να φοβόταν;
Τι φοβόμαστε; Μην μας πάρουν κάτι αυτοί ή μην μας το πάρει η ζωή; Μην μας επιτεθούν ή μην μας επιτεθεί η δική μας συνείδηση;

Ο άστεγος-περίεργος κάποια στιγμή σηκώθηκε και έφυγε, κουτσαίνοντας ελαφρώς, σιωπηλός.
Στη θέση του αργότερα ήρθε και κάθισε αργά ένας νεαρός, πολύ λεπτός στα μακριά του πόδια και χέρια, με μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια, κι ένα κινητό για ασχολία.

Ο άλλος άστεγος έξυσε το κεφάλι-τα μαλλιά του τα μακριά, τη στιγμή που εγώ έξυνα το μάγουλο ενώ έγραφα, ή μάλλον σήκωνα τα μάτια μου από τη σκιά του σημειωματάριου μου.

Ξύπνησε, ανασηκώθηκε και ζήτησε τσιγάρο από το "παλικάρι". Αφού δεν είχε αυτό, γύρισε, από το πλευρό που φαινόταν το πρόσωπό του, να κοιμηθεί, χαμογελώντας μέσα από τα μούσια του, πάλι.

Θέλω να πιστεύω ότι έβλεπα όσο τα χαμηλά φώτα κι η απόστασή μας μου επέτρεπαν.

Μόνο έσταζε το συντριβανάκι αλλά είχε μια ομορφιά, για άλλη μια φορά.
Και μόνο από τους σταθερούς κύκλους στην επιφάνεια του νερού έχω την αίσθηση πως κάτι συμβαίνει, κάτι αλλάζει κάθε στιγμή που εγώ είμαι σκυμμένη στο χαρτί, ενώ στα κινητά τους άλλοι κι αλλού μακριά άλλοι σκυμμένοι σε άλλα.

All alone we live.. λέει η μουσική.

It's a long long way from home.. η επόμενη. 
Όχι για εμάς, ακόμα.