Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2016

Κατεδάφιση

Σήμερα βγαίνοντας να πάρω το πρωινό μου στο μπαλκόνι είδα πως κατεδάφιζαν το εσωτερικό του ισογείου του απέναντι σπιτιού.
Χωρίς καμιά προειδοποίηση για τη γειτονιά, όπως τόσα άλλα πράγματα γίνονται και αλλάζει ο κόσμος γύρω μας καθημερινά. 
Τα ήδη γκρεμισμένα παράθυρα φαίνονταν σαν τρύπες στον εξωτερικό τοίχο, αυτό που είναι δηλαδή πραγματικά.  Μέσα από αυτά έβλεπα δυο τρεις άντρες να χτυπάνε τριγύρω με σφυριά ενώ όλοι οι εσωτερικοί τοίχοι μετατρεπόταν σταδιακά σε βροχή από τούβλα, χώμα και σοβά. Μια άσπρη σκόνη πλημμύριζε το χώρο κι απλωνόταν έξω.  Δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις μέχρι που έφτανε, καθώς σύντομα εξαφανιζόταν κι αναμειγνυόταν με την ηλιόλουστη μέρα. 
Αναρωτιόμουν τι θα πάρει τη θέση των ερειπίων μελλοντικά. 
Αναρωτιόμουν πώς είναι να είσαι εκεί μέσα τώρα.
Σίγουρα λερώνονται,  μα πως και δεν πνίγονται από τη σκόνη;  Σίγουρα κουράζονται,  αλλά πως και δεν φοβούνται πως θα πέσει κάτι στο ίδιο τους το κεφάλι. Είναι δουλειά τους η καταστροφή,  αλλά μήπως θα μπορούσε να είναι και διασκέδαση;  
Για εκείνους ήταν συνηθισμένη κατάσταση,  για μένα θέαμα.  Τα δημητριακά μου άρχισαν να μου φαίνονται σαν μπάζα,  αλλά με καλύτερη γεύση- χωρίς να είμαι ομολογουμένως σε θέση να κάνω σύγκριση, και το κουτάλι μου σαν φτυάρι.  
Σε λίγο έφερε το μεγάλο μεταλλικό μπολ του ένα αμάξι. 
Όμως δεν ήταν για να φορτώσει τα χώματα, τα τούβλα και τους σοβάδες.  Αυτό που άρχισαν να πετάνε βίαια μέσα του οι άντρες ήταν τα παραθυρόφυλλα κι οι πόρτες και τα κουφώματα.  
Τα είχα δει,  τα είχαν βγάλει έξω νωρίτερα,  αλλά δεν περίμενα πως θα τα πετούσαν.  Είχα δει σε ταινία πως μπορείς να τα πουλήσεις. Ήμουν σίγουρη στην πραγματικότητα πως μπορούσες,  ειδικά τα συγκεκριμένα, να τα ξαναχρησιμοποιήσεις.  
Δεν ήταν ιδιαίτερα παλιά,  όπως και το ίδιο το σπίτι συνολικά. Ήταν κατάλευκα με ελαφρώς γαλαζωπά τζάμια.  Έλαμπαν όπως-όσο στέκονταν στον ήλιο μαζεμένα. Ήταν τόσο όμορφα!  
Και ξαφνικά σωριάζονταν το ένα πάνω από το άλλο. Ένας σωρός που ταλαντευόταν σαν πλάσμα που βαριανασαίνει, καθώς ένας άντρας πατούσε πάνω του για να τον τακτοποιήσει. Κι άκουγα να σπάνε τα γυαλιά και τα έβλεπα να πετάγονται μακριά. 
Οι εργάτες σταματούσαν μόνο για λίγο για να μην χτυπήσουν κανένα περαστικό. Μα εμένα, που από απέναντι τους έβλεπα συνέχεια, μου έσκιζαν την καρδιά. Κι έκλαιγα μέσα μου βουβά με τον ήχο από τα γυαλιά, και τα θραύσματα να αντικαθιστούν στα μάτια μου τα δάκρυα.  Ήταν τόσο κρίμα!  
Στιγμές σκέφτηκα να τους φώναζα να σταματήσουν αλλά δεν τόλμησα. Και τι μετά; Τι θα τα έκανα αν πεις να ζητούσα να τα έπαιρνα και να τα κρατούσα. Δεν υπάρχει χώρος για την ομορφιά.  Όταν την απαρνιέται και ο ίδιος της ο ιδιοκτήτης πρώτα από όλα.  
Αργότερα πέρασαν δυο γυναίκες ρομά με καροτσάκι για τα ψώνια και πήραν τα μεταλλικά. Κάποιος περαστικός τους έκανε σήμα να τους δώσει 2 (ευρώ) γι' αυτά και του αρνήθηκαν. Ο αρχι-μάστορας χαλαστής τις φώναξε. "Σιγά μη τις άφηνε να τα πάρουν" είπε η μαμά.  Λογικά κι εκείνες το ίδιο θα σκέφτηκαν,  γι' αυτό δε στάθηκαν. Δεν κατάλαβαν πως ήθελε να τους δώσει άλλο ένα κομμάτι,  δεν κατάλαβαν πως/πώς θέλει να τα ξεφορτωθεί.  Κατάλαβαν την αξία. Την υλική βέβαια. 
Η καλλιτεχνική πού χωράει σε μια κατεδάφιση;